
Οι αισθήσεις μου κάθε φορά που περπατάω στο νησί μου είναι σε υπερδιέγερση. Τα αρώματα από κάθε λογής βότανα με συνεπαίρνουν και με ταξιδεύουν πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Μιλώ για τη λιτότητα και τη μοναδικότητα των στοιχείων που καθόρισαν την εξέλιξη μου: το άρωμα του μούστου, του λιαστού πελτέ, του αέρα κάτω από τα πλατάνια, τη μυρωδιά της πρώτης βροχής του φθινοπώρου.
Ό,τι κάνουμε για πρώτη φορά μένει ανεξίτηλο στη μνήμη μας γιατί, άγραφο καθώς είναι, το χαρτί της ζωής μας δεν μπορεί να κρύψει τα σημάδια του.
Μου έρχονται σκέψεις περασμένες μέσα από τις οικογενειακές και τις τοπικές συνταγές. Μαγειρέματα κοντά στη θάλασσα, κάτω από την κληματαριά, στο βουνό, στον ξυλόφουρνο και πάνω στην πυροστιά του τζακιού, στο πετρογκάζ και στην ηλεκτρική κουζίνα. Η σκέψη μου ανακαλεί το φύτεμα της ντοματιάς στα θερμοκήπια για τη νέα περίοδο μα και την ποικιλία των παραλλαγών της: πάστα ντομάτας, λαδολέμονο ντομάτας, σάλτσα από φύλλα ντοματιάς. Και τα λιαστά πομοντόρια απογείωναν αυτή τη σάλτσα. Μέχρι και ένα άγευστο φιλέτο ψαριού αναβαπτιζόταν μέσα στη νοστιμιά της. Άλλοτε πάλι θυμάμαι με πόσο κόπο μάζευαν οι μεγάλοι την ελιά. Είχαμε κι εμείς τα τυχερά μας όμως. Καθώς τους βοηθούσαμε με τις ώρες, μάς έταζαν ένα φαγητό λουκούμι. Χταποδάτο στιφάδο, ζεστό και μελωμένο.
Οι μνήμες ζωντανεύουν μέσα μου. Μνήμες-μυρωδιές από τα χρόνια που πέρασαν αλλά είναι ακόμα εδώ…
Τέτοιες μνήμες με ωθούν να επιβεβαιώσω ότι το ουσιαστικό φαγητό χορταίνει το βλέμμα κι ευφραίνει την ψυχή.